Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξίζω
ὀξίνα
ὀξίνης
ὀξίς
ὀξῖτις
ὀξοπώλης
ὄξος
ὀξύα
ὀξυάκανθα
ὀξυακουσίλογος
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
View word page
ὀξυαύγεια
dazzling light

ShortDef

dazzling light

Debugging

Headword:
ὀξυαύγεια
Headword (normalized):
ὀξυαύγεια
Headword (normalized/stripped):
οξυαυγεια
IDX:
62373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62374
Key:

Data

{'content': 'dazzling light'}