Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξηρός
ὀξίζω
ὀξίνα
ὀξίνης
ὀξίς
ὀξῖτις
ὀξοπώλης
ὄξος
ὀξύα
ὀξυάκανθα
ὀξυακουσίλογος
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
View word page
ὀξυακουσίλογος
sharp of hearing

ShortDef

sharp of hearing

Debugging

Headword:
ὀξυακουσίλογος
Headword (normalized):
ὀξυακουσίλογος
Headword (normalized/stripped):
οξυακουσιλογος
IDX:
62372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62373
Key:

Data

{'content': 'sharp of hearing'}