Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξάλμη
ὀξέλαιον
ὀξηρός
ὀξίζω
ὀξίνα
ὀξίνης
ὀξίς
ὀξῖτις
ὀξοπώλης
ὄξος
ὀξύα
ὀξυάκανθα
ὀξυακουσίλογος
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
View word page
ὀξύα
beech: a spear-shaft

ShortDef

beech: a spear-shaft

Debugging

Headword:
ὀξύα
Headword (normalized):
ὀξύα
Headword (normalized/stripped):
οξυα
IDX:
62370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62371
Key:

Data

{'content': 'beech: a spear-shaft'}