Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
ὀξαλίς
ὀξάλμη
ὀξέλαιον
ὀξηρός
ὀξίζω
ὀξίνα
ὀξίνης
ὀξίς
ὀξῖτις
ὀξοπώλης
ὄξος
ὀξύα
ὀξυάκανθα
ὀξυακουσίλογος
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
View word page
ὀξίνα
harrow

ShortDef

harrow

Debugging

Headword:
ὀξίνα
Headword (normalized):
ὀξίνα
Headword (normalized/stripped):
οξινα
IDX:
62364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62365
Key:

Data

{'content': 'harrow'}