Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
ὀξαλίς
ὀξάλμη
ὀξέλαιον
ὀξηρός
ὀξίζω
ὀξίνα
ὀξίνης
ὀξίς
ὀξῖτις
ὀξοπώλης
ὄξος
View word page
ὀξαλίς
sour wine
ShortDef
sour wine
Debugging
Headword:
ὀξαλίς
Headword (normalized):
ὀξαλίς
Headword (normalized/stripped):
οξαλις
IDX:
62359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62360
Key:
Data
{'content': 'sour wine'}