Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελεκάω
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπεπτωκότως
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτεια
ἀναπετής
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
View word page
ἀναπέτεια
expansion, dilatation

ShortDef

expansion, dilatation

Debugging

Headword:
ἀναπέτεια
Headword (normalized):
ἀναπέτεια
Headword (normalized/stripped):
αναπετεια
IDX:
6235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6236
Key:

Data

{'content': 'expansion, dilatation'}