Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
ὀξαλίς
ὀξάλμη
ὀξέλαιον
ὀξηρός
ὀξίζω
ὀξίνα
ὀξίνης
ὀξίς
ὀξῖτις
ὀξοπώλης
View word page
ὀξάλειος
sourish
ShortDef
sourish
Debugging
Headword:
ὀξάλειος
Headword (normalized):
ὀξάλειος
Headword (normalized/stripped):
οξαλειος
IDX:
62358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62359
Key:
Data
{'content': 'sourish'}