Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
ὀξαλίς
ὀξάλμη
ὀξέλαιον
ὀξηρός
ὀξίζω
ὀξίνα
ὀξίνης
ὀξίς
View word page
ὀνώδης
ass-like
ShortDef
ass-like
Debugging
Headword:
ὀνώδης
Headword (normalized):
ὀνώδης
Headword (normalized/stripped):
ονωδης
IDX:
62356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62357
Key:
Data
{'content': 'ass-like'}