Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
ὀξαλίς
ὀξάλμη
ὀξέλαιον
ὀξηρός
ὀξίζω
ὀξίνα
View word page
ὀνυχοφόρος
carrying the nails

ShortDef

carrying the nails

Debugging

Headword:
ὀνυχοφόρος
Headword (normalized):
ὀνυχοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ονυχοφορος
IDX:
62354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62355
Key:

Data

{'content': 'carrying the nails'}