Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
ὀξαλίς
ὀξάλμη
ὀξέλαιον
ὀξηρός
ὀξίζω
View word page
ὀνυχοτόμον
resectorium

ShortDef

resectorium

Debugging

Headword:
ὀνυχοτόμον
Headword (normalized):
ὀνυχοτόμον
Headword (normalized/stripped):
ονυχοτομον
IDX:
62353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62354
Key:

Data

{'content': 'resectorium'}