Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
ὀξαλίς
ὀξάλμη
View word page
ὀνυχογραφέομαι
to be scored with the nail

ShortDef

to be scored with the nail

Debugging

Headword:
ὀνυχογραφέομαι
Headword (normalized):
ὀνυχογραφέομαι
Headword (normalized/stripped):
ονυχογραφεομαι
IDX:
62350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62351
Key:

Data

{'content': 'to be scored with the nail'}