Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
ὀξαλίς
View word page
ὀνυχίτης
of the onyx kind

ShortDef

of the onyx kind

Debugging

Headword:
ὀνυχίτης
Headword (normalized):
ὀνυχίτης
Headword (normalized/stripped):
ονυχιτης
IDX:
62349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62350
Key:

Data

{'content': 'of the onyx kind'}