Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
ὄνωνις
ὀξάλειος
View word page
ὀνυχιστήριον
nail-knife
ShortDef
nail-knife
Debugging
Headword:
ὀνυχιστήριον
Headword (normalized):
ὀνυχιστήριον
Headword (normalized/stripped):
ονυχιστηριον
IDX:
62348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62349
Key:
Data
{'content': 'nail-knife'}