Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
ὀνυχόω
ὀνώδης
View word page
ὀνυχισμός
paring of the nails

ShortDef

paring of the nails

Debugging

Headword:
ὀνυχισμός
Headword (normalized):
ὀνυχισμός
Headword (normalized/stripped):
ονυχισμος
IDX:
62346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62347
Key:

Data

{'content': 'paring of the nails'}