Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
ὀνυχοφόρος
View word page
ὀνύχινος
made of onyx
ShortDef
made of onyx
Debugging
Headword:
ὀνύχινος
Headword (normalized):
ὀνύχινος
Headword (normalized/stripped):
ονυχινος
IDX:
62344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62345
Key:
Data
{'content': 'made of onyx'}