Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
ὀνυχοτόμον
View word page
ὀνυχιμαῖος
of the size of nail-parings, diminutive

ShortDef

of the size of nail-parings, diminutive

Debugging

Headword:
ὀνυχιμαῖος
Headword (normalized):
ὀνυχιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
ονυχιμαιος
IDX:
62343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62344
Key:

Data

{'content': 'of the size of nail-parings, diminutive'}