Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
ὀνυχόπαχος
View word page
ὀνυχίζω
pare the nails
ShortDef
pare the nails
Debugging
Headword:
ὀνυχίζω
Headword (normalized):
ὀνυχίζω
Headword (normalized/stripped):
ονυχιζω
IDX:
62342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62343
Key:
Data
{'content': 'pare the nails'}