Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
ὀνυχοειδής
View word page
ὀνυχιαῖος
of a nail's breadth

ShortDef

of a nail's breadth

Debugging

Headword:
ὀνυχιαῖος
Headword (normalized):
ὀνυχιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ονυχιαιος
IDX:
62341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62342
Key:

Data

{'content': "of a nail's breadth"}