Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
ὀνυχογραφέομαι
View word page
ὀνυχάλειμμα
ointment of ὄνυξ III.5

ShortDef

ointment of ὄνυξ III.5

Debugging

Headword:
ὀνυχάλειμμα
Headword (normalized):
ὀνυχάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
ονυχαλειμμα
IDX:
62340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62341
Key:

Data

{'content': 'ointment of ὄνυξ III.5'}