Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
View word page
ὄνυξ
talons, claws, nails

ShortDef

talons, claws, nails

Debugging

Headword:
ὄνυξ
Headword (normalized):
ὄνυξ
Headword (normalized/stripped):
ονυξ
IDX:
62339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62340
Key:

Data

{'content': 'talons, claws, nails'}