Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
View word page
ὀνυμάζω
name

ShortDef

name

Debugging

Headword:
ὀνυμάζω
Headword (normalized):
ὀνυμάζω
Headword (normalized/stripped):
ονυμαζω
IDX:
62338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62339
Key:

Data

{'content': 'name'}