Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
View word page
ὄντως
really, actually > εἰμί

ShortDef

really, actually > εἰμί

Debugging

Headword:
ὄντως
Headword (normalized):
ὄντως
Headword (normalized/stripped):
οντως
IDX:
62337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62338
Key:

Data

{'content': 'really, actually > εἰμί'}