Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
View word page
ὀντοποιέω
make things to be

ShortDef

make things to be

Debugging

Headword:
ὀντοποιέω
Headword (normalized):
ὀντοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οντοποιεω
IDX:
62335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62336
Key:

Data

{'content': 'make things to be'}