Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
View word page
ὀνόχηλον
ass's hoof
ShortDef
ass's hoof
Debugging
Headword:
ὀνόχηλον
Headword (normalized):
ὀνόχηλον
Headword (normalized/stripped):
ονοχηλον
IDX:
62333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62334
Key:
Data
{'content': "ass's hoof"}