Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
View word page
ὀνοχειλές
Cretan bugloss, Echium parviflorum

ShortDef

Cretan bugloss, Echium parviflorum

Debugging

Headword:
ὀνοχειλές
Headword (normalized):
ὀνοχειλές
Headword (normalized/stripped):
ονοχειλες
IDX:
62332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62333
Key:

Data

{'content': 'Cretan bugloss, Echium parviflorum'}