Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
ὄνυξ
ὀνυχάλειμμα
View word page
ὀνοτρόφος
donkey-keeper
ShortDef
donkey-keeper
Debugging
Headword:
ὀνοτρόφος
Headword (normalized):
ὀνοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ονοτροφος
IDX:
62330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62331
Key:
Data
{'content': 'donkey-keeper'}