Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὀνυμάζω
View word page
ὀνοτάζω
to blame
ShortDef
to blame
Debugging
Headword:
ὀνοτάζω
Headword (normalized):
ὀνοτάζω
Headword (normalized/stripped):
ονοταζω
IDX:
62328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62329
Key:
Data
{'content': 'to blame'}