Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
View word page
ὀνοστύππαξ
donkey-ropeseller

ShortDef

donkey-ropeseller

Debugging

Headword:
ὀνοστύππαξ
Headword (normalized):
ὀνοστύππαξ
Headword (normalized/stripped):
ονοστυππαξ
IDX:
62326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62327
Key:

Data

{'content': 'donkey-ropeseller'}