Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
View word page
ὀνοστός
to be blamed
ShortDef
to be blamed
Debugging
Headword:
ὀνοστός
Headword (normalized):
ὀνοστός
Headword (normalized/stripped):
ονοστος
IDX:
62325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62326
Key:
Data
{'content': 'to be blamed'}