Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
View word page
ὀνοστάσιον
ass-stall
ShortDef
ass-stall
Debugging
Headword:
ὀνοστάσιον
Headword (normalized):
ὀνοστάσιον
Headword (normalized/stripped):
ονοστασιον
IDX:
62324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62325
Key:
Data
{'content': 'ass-stall'}