Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
ὀνοφορβός
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
View word page
ὄνοσμα
stone bugloss, Onosma echinoides

ShortDef

stone bugloss, Onosma echinoides

Debugging

Headword:
ὄνοσμα
Headword (normalized):
ὄνοσμα
Headword (normalized/stripped):
ονοσμα
IDX:
62323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62324
Key:

Data

{'content': 'stone bugloss, Onosma echinoides'}