Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνοματοποίησις
ὀνοματοποιία
ὀνοματοποιός
ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
ὀνοτρόφος
View word page
ὄνος
an ass
ShortDef
an ass
Debugging
Headword:
ὄνος
Headword (normalized):
ὄνος
Headword (normalized/stripped):
ονος
IDX:
62320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62321
Key:
Data
{'content': 'an ass'}