Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποίησις
ὀνοματοποιία
ὀνοματοποιός
ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοταστός
View word page
ὀνόρυγχος
bunilla

ShortDef

bunilla

Debugging

Headword:
ὀνόρυγχος
Headword (normalized):
ὀνόρυγχος
Headword (normalized/stripped):
ονορυγχος
IDX:
62319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62320
Key:

Data

{'content': 'bunilla'}