Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνοματολόγος
ὀνοματομάχος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποίησις
ὀνοματοποιία
ὀνοματοποιός
ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
View word page
ὀνοπρόσωπος
ass-faced
ShortDef
ass-faced
Debugging
Headword:
ὀνοπρόσωπος
Headword (normalized):
ὀνοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ονοπροσωπος
IDX:
62317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62318
Key:
Data
{'content': 'ass-faced'}