Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοματοθήρας
ὀνοματολόγος
ὀνοματομάχος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποίησις
ὀνοματοποιία
ὀνοματοποιός
ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
View word page
ὀνόπορδον
pellitory, Parietaria cretica

ShortDef

pellitory, Parietaria cretica

Debugging

Headword:
ὀνόπορδον
Headword (normalized):
ὀνόπορδον
Headword (normalized/stripped):
ονοπορδον
IDX:
62316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62317
Key:

Data

{'content': 'pellitory, Parietaria cretica'}