Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελεκάω
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπεπτωκότως
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτεια
ἀναπετής
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
View word page
ἀναπεμπάζομαι
to count again, count over
ShortDef
to count again, count over
Debugging
Headword:
ἀναπεμπάζομαι
Headword (normalized):
ἀναπεμπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αναπεμπαζομαι
IDX:
6230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6231
Key:
Data
{'content': 'to count again, count over'}