Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοματίζω
ὀνοματικός
ὀνοματισμός
ὀνοματογραφία
ὀνοματοθέσια
ὀνοματοθεσία
ὀνοματοθετέω
ὀνοματοθέτης
ὀνοματοθετικός
ὀνοματοθήρας
ὀνοματολόγος
ὀνοματομάχος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποίησις
ὀνοματοποιία
ὀνοματοποιός
ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
View word page
ὀνοματολόγος
telling people's names

ShortDef

telling people's names

Debugging

Headword:
ὀνοματολόγος
Headword (normalized):
ὀνοματολόγος
Headword (normalized/stripped):
ονοματολογος
IDX:
62307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62308
Key:

Data

{'content': "telling people's names"}