Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματίζω
ὀνοματικός
ὀνοματισμός
ὀνοματογραφία
ὀνοματοθέσια
ὀνοματοθεσία
ὀνοματοθετέω
ὀνοματοθέτης
ὀνοματοθετικός
ὀνοματοθήρας
ὀνοματολόγος
ὀνοματομάχος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποίησις
ὀνοματοποιία
ὀνοματοποιός
ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
View word page
ὀνοματοθετικός
prone to name-giving

ShortDef

prone to name-giving

Debugging

Headword:
ὀνοματοθετικός
Headword (normalized):
ὀνοματοθετικός
Headword (normalized/stripped):
ονοματοθετικος
IDX:
62305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62306
Key:

Data

{'content': 'prone to name-giving'}