Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνομαστί
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματίζω
ὀνοματικός
ὀνοματισμός
ὀνοματογραφία
ὀνοματοθέσια
ὀνοματοθεσία
ὀνοματοθετέω
ὀνοματοθέτης
ὀνοματοθετικός
ὀνοματοθήρας
ὀνοματολόγος
ὀνοματομάχος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποίησις
ὀνοματοποιία
ὀνοματοποιός
ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
View word page
ὀνοματοθέτης
one who gives a name, namer
ShortDef
one who gives a name, namer
Debugging
Headword:
ὀνοματοθέτης
Headword (normalized):
ὀνοματοθέτης
Headword (normalized/stripped):
ονοματοθετης
IDX:
62304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62305
Key:
Data
{'content': 'one who gives a name, namer'}