Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὀνομάκλυτος
Ὀνόμαρχος
ὀνομασία
ὀνόμασις
ὀνομαστέον
ὀνομαστής
ὀνομαστί
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματίζω
ὀνοματικός
ὀνοματισμός
ὀνοματογραφία
ὀνοματοθέσια
ὀνοματοθεσία
ὀνοματοθετέω
ὀνοματοθέτης
ὀνοματοθετικός
ὀνοματοθήρας
View word page
ὀνομαστός
named, to be named

ShortDef

named, to be named

Debugging

Headword:
ὀνομαστός
Headword (normalized):
ὀνομαστός
Headword (normalized/stripped):
ονομαστος
IDX:
62296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62297
Key:

Data

{'content': 'named, to be named'}