Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὀνομάκλυτος
Ὀνόμαρχος
ὀνομασία
ὀνόμασις
ὀνομαστέον
ὀνομαστής
ὀνομαστί
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματίζω
ὀνοματικός
ὀνοματισμός
ὀνοματογραφία
ὀνοματοθέσια
ὀνοματοθεσία
ὀνοματοθετέω
View word page
ὀνομαστής
autumator
ShortDef
autumator
Debugging
Headword:
ὀνομαστής
Headword (normalized):
ὀνομαστής
Headword (normalized/stripped):
ονομαστης
IDX:
62293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62294
Key:
Data
{'content': 'autumator'}