Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὀνομάκλυτος
Ὀνόμαρχος
ὀνομασία
ὀνόμασις
ὀνομαστέον
ὀνομαστής
ὀνομαστί
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματίζω
ὀνοματικός
ὀνοματισμός
View word page
Ὀνόμαρχος
Onomarchus

ShortDef

Onomarchus

Debugging

Headword:
Ὀνόμαρχος
Headword (normalized):
ὀνόμαρχος
Headword (normalized/stripped):
ονομαρχος
IDX:
62289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62290
Key:

Data

{'content': 'Onomarchus'}