Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὀνομάκλυτος
Ὀνόμαρχος
ὀνομασία
ὀνόμασις
ὀνομαστέον
ὀνομαστής
ὀνομαστί
View word page
ὀνομαίνω
to name
ShortDef
to name
Debugging
Headword:
ὀνομαίνω
Headword (normalized):
ὀνομαίνω
Headword (normalized/stripped):
ονομαινω
IDX:
62284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62285
Key:
Data
{'content': 'to name'}