Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὀνομάκλυτος
Ὀνόμαρχος
ὀνομασία
ὀνόμασις
ὀνομαστέον
View word page
ὀνομάζω
to name

ShortDef

to name

Debugging

Headword:
ὀνομάζω
Headword (normalized):
ὀνομάζω
Headword (normalized/stripped):
ονομαζω
IDX:
62282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62283
Key:

Data

{'content': 'to name'}