Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὀνομάκλυτος
Ὀνόμαρχος
ὀνομασία
View word page
ὀνοκτηνοτρόφος
one who keeps donkeys

ShortDef

one who keeps donkeys

Debugging

Headword:
ὀνοκτηνοτρόφος
Headword (normalized):
ὀνοκτηνοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ονοκτηνοτροφος
IDX:
62280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62281
Key:

Data

{'content': 'one who keeps donkeys'}