Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὀνομάκλυτος
Ὀνόμαρχος
View word page
ὀνοκρόταλος
pelican
ShortDef
pelican
Debugging
Headword:
ὀνοκρόταλος
Headword (normalized):
ὀνοκρόταλος
Headword (normalized/stripped):
ονοκροταλος
IDX:
62279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62280
Key:
Data
{'content': 'pelican'}