Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
ὀνομακλυτός
ὀνομάκλυτος
View word page
ὀνοκόπος
chipping millstones

ShortDef

chipping millstones

Debugging

Headword:
ὀνοκόπος
Headword (normalized):
ὀνοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ονοκοπος
IDX:
62278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62279
Key:

Data

{'content': 'chipping millstones'}