Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήτωρ
View word page
ὀνοκίνδιος
donkey-driver
ShortDef
donkey-driver
Debugging
Headword:
ὀνοκίνδιος
Headword (normalized):
ὀνοκίνδιος
Headword (normalized/stripped):
ονοκινδιος
IDX:
62276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62277
Key:
Data
{'content': 'donkey-driver'}