Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
View word page
ὀνοκένταυρα
tailless ape

ShortDef

tailless ape

Debugging

Headword:
ὀνοκένταυρα
Headword (normalized):
ὀνοκένταυρα
Headword (normalized/stripped):
ονοκενταυρα
IDX:
62274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62275
Key:

Data

{'content': 'tailless ape'}