Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀνίς
ὀνίσκος
ὀνῖτις
ὄννα
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
ὀνοκρόταλος
ὀνοκτηνοτρόφος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
View word page
ὀνοθήρας
oleander, Nerium Oleander
ShortDef
oleander, Nerium Oleander
Debugging
Headword:
ὀνοθήρας
Headword (normalized):
ὀνοθήρας
Headword (normalized/stripped):
ονοθηρας
IDX:
62273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62274
Key:
Data
{'content': 'oleander, Nerium Oleander'}